Να σας το εξομολογηθώ απ’ την αρχή. Δεν το βρίσκω εύκολο θέμα γραφής. Πώς να χωρέσεις σε λίγες λέξεις τα καλύτερα χρόνια της ζωής και να περιγράψεις το ιερό δισκοπότηρο της ύπαρξής σου που είναι η παιδική σου γειτονιά; Ιδιαίτερα για εμένα – ένα παιδί του χωριού- που τύχη αγαθή μου χάρισε δύο γειτονιές, τη δεκάμηνη του χωριού, του Πολιχνίτου Λέσβου, και τη θερινή του Ιουλίου – Αυγούστου όταν όλο το χωριό μετακόμιζε στα παράλια του Κόλπου Καλλονής, του άξονα Νυφίδας – Σκάλας. Όχι,όχι… Ας με έλκει η γραφίδα να γράψω για τη δεύτερη γειτονιά, του καλοκαιριού, όπου αυλή μου ήταν όλος ο κόλπος Καλλονής με τις κωπήλατες βαρκούλες, τα παραγάδια, τις πετονιές και τις τράτες. Δε θα γράψω για την ατελείωτη φυσιολατρία που, σε συνδιασμό με κάθε έλλειψη οικογενειακού περιορισμού, μας μετέτρεπε σε καθημερινούς Ροβινσώνες, δυναμικό της τράτας και της περιπέτειας στον γιαλό. Η γειτονιά μου ήταν το Μακρύ Σοκάκι, ένα καλντερίμι στο βόρειο τμήμα του χωριού. Ενός χωριού που δίνει ανάγλυφα όλη την πορεία της ελληνικής επαρχίας.
Ο Δήμος Πολιχνίτου υπήρξε ένας οικονομικά και κοινωνικά ακμαίος δήμος με σχεδόν εννέα χιλιάδες κατοίκους, τρία δημοτικά σχολεία, όλες τις δημόσιες Αρχές, Ειρηνοδικείο, Δασαρχείο κ.λ.π. Δεν θα αναφερθώ στο τι έχει απομείνει σήμερα. Θα ήταν πολύ καταθλιπτικό, παρότι φωτίζει την πορεία της γειτονιάς. Μιας γειτονιάς όπου, στη δεκαετία του 1950, θα χρειαζόταν ισχυρός φωτογραφικός φακός ώστε μαζί με έναν διαπρεπή διανοούμενο του λόγου να μπορέσουν να περιγράψουν μια απίστευτη δυναμική, ένα σφρίγος και έναν παλμό που έφυγε για πάντα. Ναι, κύριε Παντελή Βούλγαρη, πεδίο δόξης λαμπρόν, κι ας έχουν γίνει παρόμοιες προσπάθειες προβολής αυτού του κλέους, της παλιάς γειτονιάς του χωριού.
Το Μακρύ Σοκάκι μόνο δρομάκι δεν ήταν. Όπως είπα, ήταν ένας μακρύς δρόμος, πλακόστρωτος, με νεοκλασικά, λιτά σπίτια και μικρές αυλές στο εσωτερικό τους για λόγους ασφάλειας. Στα περισσότερα υπήρχε και χώρος για τον γαϊδουράκο, το άλογο, το μουλάρι καθώς και το κοτέτσι με τον άρχοντα κόκορα. Μέχρι εδώ όλα καλά και, ίσως, απλωμένη αίσθηση της ελληνικής επαρχίας. Τι είναι αυτό όμως που προκαλεί μια σημαντική έκρηξη στον καθένα μας όταν μιλάμε για τη γειτονιά μας; Τι είναι εκείνο που μας δονεί και μας συγκινεί τόσο μέσα στο ήρεμο αγροτικό – κινηματογραφικό ντεκόρ; Εύκολη η απάντηση. Ο καθένας από εμάς είναι δεμένος με ένα πολύβουο ανθρώπινο δυναμικό, με μια ψυχοθάλασσα ανθρώπων, τύπων και δυναμικής που δεν υπάρχει πια. Μιας δυναμικής που μας έκανε, με άδειες τσέπες, να έχουμε τον κόσμο όλο. Θαύμα, θαύμα, όπως θα έκραζε και μια σταυροκοπούμενη μοναχή.
Η ζωή άρχιζε στις έξι το πρωί, με τα τέσσερα καφενεία να καλωσορίζουν τους πρώτους θεριακλήδες του καφέ και, για τους πιο αντρειωμένους, ένα δυο κονιάκ για τις θερμίδες της ημέρας. Λίγο αργότερα, κατά τις επτά, η μεγάλη έξοδος για τα χωράφια, όπου οι δουλειές της ελιάς είχαν την πρωτοκαθεδρία. Ακολουθούσε η κάθοδος των μαθητών για το σχολείο. Θα ήμουν τεσσάρων ετών όταν, με την αναχώρηση της οικογένειας για τα χωράφια, ξέμενα στη φροντίδα της θείας και τη συντροφιά των παππούδων στον καφενέ. Μου έμαθαν να τους διαβάζω την εφημερίδα, ιδίως για όσους από αυτούς δεν είχαν το δώρο της γραφής και της ανάγνωσης. Η «Αθηναϊκή» και η «Ακρόπολη» ήταν τα πρώτα μου βιβλία. Η «Αυγή» κυκλοφορούσε τότε κάτω από τον αυστηρό αστυνομικό έλεγχο, σε μια εποχή έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης.
Με τη δύση του ηλίου, η τοπική ηλεκτρογεννήτρια του χωριού έδινε για κάθε σπίτι έναν λαμπτήρα 25 κηρίων μέχρι τις εννέα το βράδυ. Και μετά, το σκοτάδι της νύχτας. Ίσως η καθημερινή ρουτίνα του χωριού, θα σκεφτείτε. Δεν θα συμφωνήσω. Το πολύβουο μελίσσι των ανθρώπων, τα γλέντια, οι ορχήστρες της Κυριακής, τα ιδρωμένα άλογα, οι πολύφερνες νύφες μαζί με τους υποψήφιους γαμπρούς μόνο ρουτίνα δεν θύμιζαν. Θυμάμαι τον Γιάννη που, στο μέσον ένθερμου δεσμού, έφυγε για τα καράβια για να πλουτίσει το βιος του. Μόλις γύρισε του ‘σκασαν το μυστικό. Η νύφη αρραβωνιάστηκε με άλλον, με περισσότερα βιοποριστικά. Βαλάντωσε ο Γιάννης. Έπινε με την παρέα του όλη μέρα έξω από τον καφενέ, με κορύφωση ένα ζεϊμπέκικο του Καζαντζίδη. Εκείνη την ώρα βρήκε η νεαρά να περάσει από μπροστά του για το μπακάλικο. Θόλωσε ο Γιάννης. Μέσα στα βήματα του ζεϊμπέκικου ανακάτεψε γροθιές και χτυπήματα στα τζάμια του καφενείου. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Το άσπρο πουκάμισο κοκκίνισε από το αίμα που έτρεχε, με τα γυαλιά να κόβουν τις φλέβες. Έτρεξε η κόρη να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ασπρόμαυρο φιλμ. Τέλος της σκηνής.
Σε μια άλλη σκηνή, η παρέα έπινε από το πρωί. Κατά το μεσημέρι, ο νταής της παρέας έπρεπε να εκτονωθεί με έναν ατελείωτο καβγά και ξυλοφόρτωμα του αδύναμου αντιπάλου. Πήρε μια ώρα για να εμφανιστεί ο χωροφύλαξ περπατώντας αργά, εξουσιαστικά, καθώς τον έλουζαν τα βλέμματα αγωνίας, ίσως και θαυμασμού, των γυναικόπαιδων. Η βάρβαρη πλευρά της γειτονιάς, απομεινάρια πρωτόγονων κυττάρων και γονιδίων.
Μια άλλη παράδοξη εικόνα ήταν της ύδρευσης. Η μισή μέρα κάθε γυναίκας ήταν η αναμονή για νερό στη μία και μοναδική βρύση του δρόμου. Απίστευτη ουρά, χαμένες ώρες, καβγάδες, η μισή απασχόληση του Ειρηνοδικείου του χωριού. Για να μην περιμένουν, άφηναν έναν κουβά να δείχνει την προτεραιότητα.
Φαίνεται λοιπόν ότι κυρίαρχο κομμάτι της γειτονιάς είναι οι θύμησες της καλύτερης εικόνας της ζωής μας, της παιδικής, της πιο αγνής. Υπάρχουν δύο ακόμη στοιχεία που δυναμώνουν την αίσθηση της γειτονιάς. Το ένα είναι οι ενοχές μας. Η γειτονιά μας μάς θυμίζει τη φύση που καταστρέφουμε, το πλαστικό που ρίξαμε στις θάλασσες, τα ποτάμια που μολύναμε, τους κήπους που τσιμεντώσαμε για πάρκινγκ. Μας θυμίζει τον χαρακτήρα που αλλοιώσαμε, τη γιαγιά που τη φροντίδα της αφήσαμε σε ξένα χέρια, τη μοναξιά του παππού που αμελήσαμε. Το άλλο στοιχείο είναι η ελπίδα. Η μνήμη της γειτονιάς μάς δίνει την ελπίδα ότι μια μέρα θα γυρίσουμε ξανά, για λίγο, στις ρίζες μας. Έστω για λίγο θα περάσει ο Παναγιώτης να πάμε για άρμεγμα για το γάλα του σπιτιού και ο Γιώργος θα λύσει την «κορίτα», μια κωπήλατη λέμβο που έφερε ο παππούς του από τη Σμύρνη, και θα σαλπάρουμε για ψαριά. Ελπίδα από τα Βατερά που δυνάμεις Νέρωνα έκαψαν πριν από λίγες μέρες, χωρίς να αλλοιώσουν το πάθος για τη ζωή. Ελπίδα από τον Αϊ – Γιώργη του Πολιχνίτου, όπου, ανήμερα της Παναγιάς, η Άννα, από το αριστερό ψαλτήρι, έψαλε το «Αγνή Παρθένα Δέσποινα» με βυζαντινή κατάνυξη και φωνητική. Με ηχείο όλο το Αιγαίο, ίσως να ακούστηκε μέχρι το Αϊβαλί.
Στρατής Παττακός
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα»
εικονογράφηση: Κώστας Σκλαβενίτης